- σκερός
- σκερόςGrammatical information: ?Meaning: αἰδοιολείκτης H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σκερός — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… … Dictionary of Greek